κακόμοιρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόμοιρος]], -ον)<br />αυτός που έχει κακή [[μοίρα]], [[δυστυχής]], [[ταλαίπωρος]], [[κακότυχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακόμοιρα</i><br />άθλια, δυστυχισμένα, με κακόμοιρο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μοιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μοῖρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονό</i>-<i>μοιρος</i>, <i>ολβιό</i>-<i>μοιρος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόμοιρος]], -ον)<br />αυτός που έχει κακή [[μοίρα]], [[δυστυχής]], [[ταλαίπωρος]], [[κακότυχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακόμοιρα</i><br />άθλια, δυστυχισμένα, με κακόμοιρο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μοιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μοῖρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονό</i>-<i>μοιρος</i>, <i>ολβιό</i>-<i>μοιρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]]), [[δύσμοιρος]], [[κακότυχος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμοιρος Medium diacritics: κακόμοιρος Low diacritics: κακόμοιρος Capitals: ΚΑΚΟΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: kakómoiros Transliteration B: kakomoiros Transliteration C: kakomoiros Beta Code: kako/moiros

English (LSJ)

ον,

   A ill-fated, ὠδῖνες AP7.375 (Antiphil.), cf. Maiuri Nuova Silloge630.

German (Pape)

[Seite 1301] von bösem Geschick, unglücklich, ὠδῖ. νες Antiphil. 40 (VII, 375).

Greek (Liddell-Scott)

κακόμοιρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων κακὴν μοῖραν, δυστυχής, Ἀνθ. Π. 7. 375.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
malheureux.
Étymologie: κακός, μοῖρα.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόμοιρος, -ον)
αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, ταλαίπωρος, κακότυχος.
επίρρ...
κακόμοιρα
άθλια, δυστυχισμένα, με κακόμοιρο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. μονό-μοιρος, ολβιό-μοιρος].

Greek Monotonic

κᾰκόμοιρος: -ον (μοῖρα), δύσμοιρος, κακότυχος, σε Ανθ.