ἀπαλθαίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπαλθαίνομαι]] (Α)<br />θεραπεύομαι [[τελείως]]. | |mltxt=[[ἀπαλθαίνομαι]] (Α)<br />θεραπεύομαι [[τελείως]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπαλθαίνομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[θεραπεύω]] εντελώς, [[αποθεραπεύω]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. -ήσομαι,
A heal thoroughly, ἕλκἐ ἀπαλθήσεσθον (-ονται Aristarch.) Il.8.419: impf., Q.S.4.404.
German (Pape)
[Seite 276] = folgdm, Qu. Sm. 4, 404.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαλθαίνομαι: μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ‒ ἰῶμαι, θεραπεύω ἐντελῶς, ἕλκε᾿ ἀπαλθήσεσθον (-εσθαι, Ἀρίσταρχ.) Ἰλ. Θ. 419· παρατ. παρὰ Κοΐντ. Σμ. 4. 404.
French (Bailly abrégé)
c. ἀπάλθομαι.
Étymologie: ἀπό, ἀλθαίνω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. ind. ἀπαλθήσεσθον Il.8.405, 419]
curar ἕλκε' Il.ll.cc., τύμματ' Q.S.4.404, cf. Hsch.s.u. ἀπαλθήσεσθαι.
Greek Monolingual
ἀπαλθαίνομαι (Α)
θεραπεύομαι τελείως.
Greek Monotonic
ἀπαλθαίνομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., θεραπεύω εντελώς, αποθεραπεύω, σε Ομήρ. Ιλ.