συγκατακλείω: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και ιων. τ. συγκατα<br />[[κληΐω]], δωρ. τ. συγκατακλαίζω Α [[κατακλείω]]<br />[[κλείνω]] [[πολλά]] ή πολλούς [[μαζί]] στον ίδιο [[τόπο]].
|mltxt=ΜΑ, και ιων. τ. συγκατα<br />[[κληΐω]], δωρ. τ. συγκατακλαίζω Α [[κατακλείω]]<br />[[κλείνω]] [[πολλά]] ή πολλούς [[μαζί]] στον ίδιο [[τόπο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκατακλείω:''' Ιων. -κληΐω, μέλ. <i>-κλείσω</i>, [[κλείνω]] μέσα ή [[εσωκλείω]] μαζί, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατακλείω Medium diacritics: συγκατακλείω Low diacritics: συγκατακλείω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΚΛΕΙΩ
Transliteration A: synkatakleíō Transliteration B: synkatakleiō Transliteration C: sygkatakleio Beta Code: sugkataklei/w

English (LSJ)

Ion. συγκατα-κληΐω,

   A shut in or enclose with or together, Hdt.1.182, Arist.HA557b4 (both Pass.), Alc.Com.23 (dub. l.); ἄνδρας λέουσι Luc.DMort.14.4: metaph., σ. τινὰ ἀπορίᾳ Id.Vit. Auct.9:—Dor. συγκατακλαίζω, aor. part. -κλαιχθείς Chron.Lind. D 62.

German (Pape)

[Seite 965] ion. συγκατακληΐω, mit od. zugleich verschließen, mit einschließen, Her. 1, 182; ἀπορίᾳ, Luc. vit. auct. 9.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατακλείω: Ἰωνικ. -κληίω, κατακλείω ὁμοῦ, Ἡρόδ. 1. 182, Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Παλαίστρᾳ» 2· ἄνδρας λέουσι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 14. 4· μεταφορ., σ. τινὰ ἀπορίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Βίων Πράσει 9. ― Παθ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 1.

French (Bailly abrégé)

enfermer ensemble ou avec : ἄνδρας λέουσι LUC des hommes avec des lions ; fig. τινα ἀπορίᾳ LUC réduire qqn à la misère.
Étymologie: σύν, κατακλείω.

Greek Monolingual

ΜΑ, και ιων. τ. συγκατα
κληΐω, δωρ. τ. συγκατακλαίζω Α κατακλείω
κλείνω πολλά ή πολλούς μαζί στον ίδιο τόπο.

Greek Monolingual

ΜΑ, και ιων. τ. συγκατα
κληΐω, δωρ. τ. συγκατακλαίζω Α κατακλείω
κλείνω πολλά ή πολλούς μαζί στον ίδιο τόπο.

Greek Monotonic

συγκατακλείω: Ιων. -κληΐω, μέλ. -κλείσω, κλείνω μέσα ή εσωκλείω μαζί, σε Ηρόδ.