μακρολογέω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> parler avec prolixité;<br /><b>2</b> parler longuement.<br />'''Étymologie:''' [[μακρολόγος]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> parler avec prolixité;<br /><b>2</b> parler longuement.<br />'''Étymologie:''' [[μακρολόγος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μακρολογέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μιλώ]] σε [[μάκρος]] χρόνου, [[χρησιμοποιώ]] πολλές λέξεις, σε Πλάτ.· με αιτ. πράγμ., [[μιλώ]] [[πολύ]] χρόνο για ένα [[θέμα]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A speak at length, use many words, Pl.Grg.465b, Tht.163d, Isoc.3.63, Arist.Rh.Al.1440b36, etc.; περί τινος Hp.Art.43; τὰ ῥηθέντα τί ἄν τις -λογοίη X.HG4.1.13.
Greek (Liddell-Scott)
μακρολογέω: ὡς καὶ νῦν, πολυλογῶ, Πλάτ. Γοργ. 645Β, Θεαίτ. 163D, κ. ἀλλ.· περί τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· μετ᾿ αἰτ. πράγμ., λέγω πολλὰ περί τινος πράγματος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 13· ‒ ῥημ. ἐπίθ. -ητέον, Κλήμ. Ἀλ. 203.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 parler avec prolixité;
2 parler longuement.
Étymologie: μακρολόγος.
Greek Monotonic
μακρολογέω: μέλ. -ήσω, μιλώ σε μάκρος χρόνου, χρησιμοποιώ πολλές λέξεις, σε Πλάτ.· με αιτ. πράγμ., μιλώ πολύ χρόνο για ένα θέμα, σε Ξεν.