κυανοβλέφαρος: Difference between revisions
From LSJ
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυανοβλέφαρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκούρες βλεφαρίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελικο</i>-<i>βλέφαρος</i>, <i>χαριτο</i>-<i>βλέφαρος</i>]. | |mltxt=[[κυανοβλέφαρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκούρες βλεφαρίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελικο</i>-<i>βλέφαρος</i>, <i>χαριτο</i>-<i>βλέφαρος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κυᾰνοβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που έχει σκοτεινό [[βλέμμα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A dark-eyed, AP5.60 (Rufin.).
German (Pape)
[Seite 1521] mit schwarzen Augenwimpern, schwarzäugig, Rufin. 7 (V, 61).
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνοβλέφᾰρος: -ον, ἔχων μελαίνας βλεφαρίδας, κοινῶς «μαυρομμάτης», Ἀνθ. Π. 5. 61.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux paupières garnies de cils noirs ; pê aux yeux noirs.
Étymologie: κύανος, βλέφαρον.
Greek Monolingual
κυανοβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκούρες βλεφαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο-βλέφαρος, χαριτο-βλέφαρος].
Greek Monotonic
κυᾰνοβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει σκοτεινό βλέμμα, σε Ανθ.