Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπορράπτω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπορράπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ράβω]] [[ξανά]]<br /><b>2.</b> [[ράβω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀπορράπτω]] [[στόμα]]» — [[κλείνω]], [[βουλλώνω]]<br /><b>4.</b> «ἀπορράπτει τὸ [[βαλάντιον]]» — φυλάει καλά το [[χρήμα]] του, [[είναι]] [[σπαγγοραμμένος]].
|mltxt=[[ἀπορράπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ράβω]] [[ξανά]]<br /><b>2.</b> [[ράβω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀπορράπτω]] [[στόμα]]» — [[κλείνω]], [[βουλλώνω]]<br /><b>4.</b> «ἀπορράπτει τὸ [[βαλάντιον]]» — φυλάει καλά το [[χρήμα]] του, [[είναι]] [[σπαγγοραμμένος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπορράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, ξαναράβω, [[ράβω]] εκ νέου, σε Ηρόδ., Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 21:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορράπτω Medium diacritics: ἀπορράπτω Low diacritics: απορράπτω Capitals: ΑΠΟΡΡΑΠΤΩ
Transliteration A: aporráptō Transliteration B: aporraptō Transliteration C: aporrapto Beta Code: a)porra/ptw

English (LSJ)

   A sew up again, τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα Hdt.1.123: metaph., τὸ στόμα τινός Aeschin.2.21, cf. Ph.1.476; γεράνων ὄμματα Plu.2.997a:—Pass., τὰ ἀπερραμμένα Gal.18(2).671.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορράπτω: μέλλ. -ψω, ῥάπτω πάλιν, λαγὸν μηχανησάμενος καὶ ἀνασχίσας τούτου τὴν γαστέρα, ὡς δὲ εἶχε, οὕτω ἐσέθηκε βιβλίον... ἀπορράψας δὲ τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα κτλ. Ἡρόδ. 1. 123· ῥάπτω τι, γεράνων ὄμματα καὶ κύκνων ἀπορράψαντες καὶ ἀποκλείσαντες ἐν σκότει πιαίνουσιν Πλουτ. Ἠθ. 997A: μεταφ., κλείω, τὸ στόμα τινὸς Αἰσχίν. 31. 5, πρβλ. Φίλωνα 1. 476.

French (Bailly abrégé)

recoudre ; fig. ἀ. τινὸς στόμα ESCHN fermer la bouche à qqn.
Étymologie: ἀπό, ῥάπτω.

Spanish (DGE)

coser de nuevo, suturar τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα Hdt.1.123, τὰ ἀπερραμμένα Gal.18(2).671, γεράνων ὄμματα Plu.2.997a
fig. τὸ Φιλίππου στόμα Aeschin.2.21, cf. Ph.1.476.

Greek Monolingual

ἀπορράπτω (Α)
1. ράβω ξανά
2. ράβω
3. φρ. «ἀπορράπτω στόμα» — κλείνω, βουλλώνω
4. «ἀπορράπτει τὸ βαλάντιον» — φυλάει καλά το χρήμα του, είναι σπαγγοραμμένος.

Greek Monotonic

ἀπορράπτω: μέλ. -ψω, ξαναράβω, ράβω εκ νέου, σε Ηρόδ., Αισχίν.