ἀποπροαιρέω: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(big3_6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[extraer]], [[coger]] c. gen. σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι habiendo cogido pan para darlo</i>, <i>Od</i>.17.457. | |dgtxt=[[extraer]], [[coger]] c. gen. σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι habiendo cogido pan para darlo</i>, <i>Od</i>.17.457. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποπροαιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-προεῖλον</i>· [[αφαιρώ]] [[μέρος]] από, <i>σίτου ἀποπροελθών</i>, έχοντας αφαιρέσει [[μέρος]] του ψωμιού, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A take away from, σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι having taken some of the bread to give it away, Od.17.457.
German (Pape)
[Seite 320] (s. αἱρέω), davon wegnehmen, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι Od. 17, 457.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπροαιρέω: ἀφαιρῶ μέρος ἀπό τινος, οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι, ἀποπροτεμών, ἀποκόψας μέρος τοῦ ἄρτου νά μοι δώσῃς, Ὀδ. Ρ. 457.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. ao.2 ἀποπροελών;
prélever une part de, gén. : ἀπ. σίτου OD prendre un morceau de pain.
Étymologie: ἀπό, προαιρέω.
English (Autenrieth)
aor. 2 part. ἀποπροελών: take away from; τινός, Od. 17.457†.
Spanish (DGE)
extraer, coger c. gen. σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι habiendo cogido pan para darlo, Od.17.457.
Greek Monotonic
ἀποπροαιρέω: μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ -προεῖλον· αφαιρώ μέρος από, σίτου ἀποπροελθών, έχοντας αφαιρέσει μέρος του ψωμιού, σε Ομήρ. Οδ.