ἀπερύω: Difference between revisions
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπερύω]] (Α) [[ερύω]]<br />[[αποχωρίζω]], [[αποσπώ]]. | |mltxt=[[ἀπερύω]] (Α) [[ερύω]]<br />[[αποχωρίζω]], [[αποσπώ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπερύω:''' μέλ. -ερύσω [ῠ], [[αποσπώ]] από· ῥινὸν ἀπ' [[ὀστεόφιν]] ἐρύσαι, σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῠ],
A tear off from, ῥινὸν ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι Od.14.134; πόρτιν μητρὸς ἀπειρύσσαντες Q.S.14.259:—Med.,AP7.730 (Pers.)(tm.).
German (Pape)
[Seite 288] (s. ἐρύω), abziehen, in tmesi Od. 14, 184.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερύω: ἀποσπῶ ἀπό τινος (ἐν τμήσει), ῥινὸν ὀστεόφιν ἐρύσαι «ἑλκύσαι, ἀποσπάσαι» (Σχολ.) Ὀδ. Ξ. 134· ἠΰτε πόρτιν… μητρὸς ἀπειρύσσαντες, ἀποσπάσαντες, Κόϊντ. Σμ. 14. 259: - Μέσ., Ἀνθ. ΙΙ. 7. 730. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἐρύω].
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἀπειρύω Q.S.14.259
arrancar ῥινὸν ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι Od.14.134, πόρτιν ... μητρός Q.S.l.c.
•en v. med. ἇς δή ποκ' ἀπὸ ψυχὰν ἐρύσαντο ὠδίνες a la que antaño los dolores del parto arrancaron la vida, AP 7.730 (Pers.).
Greek Monolingual
ἀπερύω (Α) ερύω
αποχωρίζω, αποσπώ.
Greek Monotonic
ἀπερύω: μέλ. -ερύσω [ῠ], αποσπώ από· ῥινὸν ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι, σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., σε Ανθ.