ἀρχαιολόγος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
(6)
(3)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Μ [[ἀρχαιολόγος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μελετά τα μνημεία, τη ζωή και την [[τέχνη]] της αρχαιότητας<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] που αναφέρεται στο απώτερο [[παρελθόν]] («ἀρχαιολόγου ἱστορίας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχαίος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]].
|mltxt=ο, η (Μ [[ἀρχαιολόγος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μελετά τα μνημεία, τη ζωή και την [[τέχνη]] της αρχαιότητας<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] που αναφέρεται στο απώτερο [[παρελθόν]] («ἀρχαιολόγου ἱστορίας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχαίος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρχαιολόγος:''' ὁ ([[λέγω]]), [[μελετητής]] της αρχαιότητας.
}}
}}

Revision as of 21:40, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 364] ὁ, Alterthumsforscher; der die alte Geschichte erzählt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιολόγος: -ον, ὁ πραγματευόμενος περὶ ἀρχαίων πραγμάτων, ἀρχαιολόγου ἱστορίας Θεόδ. Στουδ. σ. 548.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 [[actor que representaba tipos del drama antiguo por op. al βιολόγος ‘mimo’ que representaba tipos de la vida cotidiana]] IG 22.2153.7 (II/III d.C.), Atellani σκηνικοί, ἀρχαιολόγοι, βιολόγοι Gloss.2.22.
2 anticuario λιβραρίῳ ἤτοι ἀρχαιολόγῳ librario siue antiquario, DP 7.69.

Greek Monolingual

ο, η (Μ ἀρχαιολόγος)
νεοελλ.
αυτός που μελετά τα μνημεία, τη ζωή και την τέχνη της αρχαιότητας
μσν.
εκείνος που αναφέρεται στο απώτερο παρελθόν («ἀρχαιολόγου ἱστορίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -λόγος < λόγος < λέγω.

Greek Monotonic

ἀρχαιολόγος: ὁ (λέγω), μελετητής της αρχαιότητας.