ἀποπυνθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποπυνθάνομαι]] (Α)<br />[[ρωτώ]] να μάθω.
|mltxt=[[ἀποπυνθάνομαι]] (Α)<br />[[ρωτώ]] να μάθω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπυνθάνομαι:''' μέλ. -[[πεύσομαι]], αποθ., [[ερευνώ]] ή [[ερωτώ]] να πληροφορηθώ για, [[ἀποπυνθάνομαι]] ([[αὐτοῦ]]) <i>εἰ..</i>., τον ρώτησα να μάθω αν..., σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπυνθάνομαι Medium diacritics: ἀποπυνθάνομαι Low diacritics: αποπυνθάνομαι Capitals: ΑΠΟΠΥΝΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: apopynthánomai Transliteration B: apopynthanomai Transliteration C: apopynthanomai Beta Code: a)popunqa/nomai

English (LSJ)

   A inquire or ask of, ἀ. [αὐτοῦ] εἰ .. asked of him whether... Hdt.3.154; παρά τινος J,AJ12.4.9.

German (Pape)

[Seite 321] (s. πυνθάνομαι), ausfragen, ausforschen, Her. 3, 154; sequ. εἰ und ἀπό τινος Epictet.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπυνθάνομαι: μέλλ. πεύσομαι: ἀποθ.: - ἐρωτῶ περί τινος, ἐρωτῶ ἵνα μάθω, προσελθὼν Δαρείῳ ἀπεπυνθάνετο, εἰ περὶ πολλοῦ κάρτα ποιέεται τὴν Βαβυλῶνα ἑλεῖν Ἡρόδ. 3. 154.

French (Bailly abrégé)

s’informer.
Étymologie: ἀπό, πυνθάνομαι.

Spanish (DGE)

informarse de c. subord. complet. ἀπεπυνθάνετο εἰ ... ποιέεται Hdt.3.154, παρὰ δὲ τῶν οἰκετῶν ἀπεπυνθάνετο τί μέλλουσιν διδόναι I.AI 12.215 (cód.).

Greek Monolingual

ἀποπυνθάνομαι (Α)
ρωτώ να μάθω.

Greek Monotonic

ἀποπυνθάνομαι: μέλ. -πεύσομαι, αποθ., ερευνώ ή ερωτώ να πληροφορηθώ για, ἀποπυνθάνομαι (αὐτοῦ) εἰ..., τον ρώτησα να μάθω αν..., σε Ηρόδ.