ἀργικέραυνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργικέραυνος]], -ον (Α)<br />([[επίθετο]] του Δία) αυτός που ρίχνει κεραυνούς που αστράφτουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αργι</i> - <span style="color: red;">+</span> -<i>κεραυνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]](<b>[[πρβλ]].</b> [[εγχεικέραυνος]], [[τερπικέραυνος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἀργικέραυνος]], -ον (Α)<br />([[επίθετο]] του Δία) αυτός που ρίχνει κεραυνούς που αστράφτουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αργι</i> - <span style="color: red;">+</span> -<i>κεραυνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]](<b>[[πρβλ]].</b> [[εγχεικέραυνος]], [[τερπικέραυνος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀργικέραυνος:''' ὁ, αυτός που ρίχνει αστραφτερούς κεραυνούς, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῐκέραυνος Medium diacritics: ἀργικέραυνος Low diacritics: αργικέραυνος Capitals: ΑΡΓΙΚΕΡΑΥΝΟΣ
Transliteration A: argikéraunos Transliteration B: argikeraunos Transliteration C: argikeravnos Beta Code: a)rgike/raunos

English (LSJ)

ον,

   A with bright, vivid lightning, epith. of Zeus, Il.19.121, al., Orph.Fr.21a, 168, Pi.O.8.3, Cleanth. Stoic,1.122.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργικέραυνος: -ον, ὁ ῥίπτων ἀπαστράπτοντας κεραυνούς, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ἰλ. Π. 121, κ. ἀλλ., Πινδ. Ο. 8. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la foudre éclatante de blancheur.
Étymologie: ἀργός¹, κεραυνός.

English (Autenrieth)

god of the dazzling bolt, epith. of Zeus. (Il.)

English (Slater)

ἀργῐκέραυνος
   1 of the flashing thunderbolt — Διὸς ἀργικεραύνου (O. 8.3)

Spanish (DGE)

-ον
de luz muy viva, fulgurante epít. de Zeus Il.19.121, 20.16, 22.178, B.5.58, Pi.O.8.3, Orph.Fr.21a, Cleanth.Fr.Poet.1.32, Nonn.D.10.85, Q.S.2.442, Tz.Alleg.Il.20.23.

Greek Monolingual

ἀργικέραυνος, -ον (Α)
(επίθετο του Δία) αυτός που ρίχνει κεραυνούς που αστράφτουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργι - + -κεραυνος < κεραυνός(πρβλ. εγχεικέραυνος, τερπικέραυνος κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀργικέραυνος: ὁ, αυτός που ρίχνει αστραφτερούς κεραυνούς, σε Ομήρ. Ιλ.