ἀσπιστήρ: Difference between revisions
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσπιστήρ]] και [[ἀσπίστωρ]] και [[ἀσπιστής]], ο (Α) [[ασπίς]]<br />ο οπλισμένος με [[ασπίδα]], ο [[πολεμιστής]]. | |mltxt=[[ἀσπιστήρ]] και [[ἀσπίστωρ]] και [[ἀσπιστής]], ο (Α) [[ασπίς]]<br />ο οπλισμένος με [[ασπίδα]], ο [[πολεμιστής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσπιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Σοφ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = sq., S.Aj.565, E.Heracl.277.
German (Pape)
[Seite 374] ῆρος, ὁ, = folgdm, ἄνδρες Soph. Ai. 562; Eur. Heracl. 278.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπιστήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπ., Σοφ. Αἴ. 565, Εὐρ. Ἡρακλ. 277.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
armé d’un bouclier ; belliqueux.
Étymologie: ἀσπίς.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
1 subst. guerrero armado con escudo ἄνδρες S.Ai.565, μυρίοι δέ με μένουσιν ἀσπιστῆρες E.Heracl.277, αἰθέρος ἀσπιστῆρας ὁμήλυδας guerreros armados con escudos de éter que marchan al mismo paso Nonn.D.2.416, fig. de delfines, Opp.H.2.564.
2 adj. formado por guerreros armados de escudo στρατός Nonn.Par.Eu.Io.18.3.
Greek Monolingual
ἀσπιστήρ και ἀσπίστωρ και ἀσπιστής, ο (Α) ασπίς
ο οπλισμένος με ασπίδα, ο πολεμιστής.
Greek Monotonic
ἀσπιστήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Σοφ., Ευρ.