βάγμα: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βάγμα]], το (Α) [[βάζω]] (III)]<br />[[λόγος]], [[ομιλία]].
|mltxt=[[βάγμα]], το (Α) [[βάζω]] (III)]<br />[[λόγος]], [[ομιλία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βάγμα:''' -ατος, τό ([[βάζω]]), [[ομιλία]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάγμα Medium diacritics: βάγμα Low diacritics: βάγμα Capitals: ΒΑΓΜΑ
Transliteration A: bágma Transliteration B: bagma Transliteration C: vagma Beta Code: ba/gma

English (LSJ)

ατος, τό, (βάζω)

   A speech, A.Pers.637 (lyr.,pl.).

German (Pape)

[Seite 423] τό, Rede, im plur., Aesch. Pers. 628.

Greek (Liddell-Scott)

βάγμα: -ατος, τό, (βάζω) ὁμιλία, λόγος, δύσθροα βάγματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 636.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
parole ; τὰ βάγματα discours.
Étymologie: βάζω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
voz, grito δύσθροα βάγματα A.Pers.636.

• Etimología: v. βάζω.

Greek Monolingual

βάγμα, το (Α) βάζω (III)]
λόγος, ομιλία.

Greek Monotonic

βάγμα: -ατος, τό (βάζω), ομιλία, σε Αισχύλ.