αὐτοσφαγής: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτοσφαγής]], -ές (Α)<br />αυτός που σφάχτηκε [[μόνος]] του ή τον έσφαξαν οι συγγενείς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[σφάζω]] &GT; (<b>[[πρβλ]].</b> [[νεοσφαγής]])].
|mltxt=[[αὐτοσφαγής]], -ές (Α)<br />αυτός που σφάχτηκε [[μόνος]] του ή τον έσφαξαν οι συγγενείς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[σφάζω]] &GT; (<b>[[πρβλ]].</b> [[νεοσφαγής]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοσφᾰγής:''' -ές ([[σφάζω]]), αυτός που σφαγιάζεται από τον εαυτό του ή από συγγενείς του, σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοσφᾰγής Medium diacritics: αὐτοσφαγής Low diacritics: αυτοσφαγής Capitals: ΑΥΤΟΣΦΑΓΗΣ
Transliteration A: autosphagḗs Transliteration B: autosphagēs Transliteration C: aftosfagis Beta Code: au)tosfagh/s

English (LSJ)

ές,

   A slain by oneself or by kinsmen, both in S.Aj.841 (prob. spurious), cf. E.Ph.1316.

German (Pape)

[Seite 402] ές, Soph. Ai. 828 ὥσπερ εἰσορῶσ' ἐμὲ αὐτοσφαγῆ πίπτοντα (durch eigene Hand getödtet: so auch Eur. Phoen. 1326), τὼς αὐτοσφαγεῖς πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο, durch den Zusatz erkl., durch Blutsverwandte getödtet.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσφᾰγής: -ές, ὁ ὑφ’ ἑαυτοῦ ἤ ὑπὸ τῶν ἑαυτοῦ συγγενῶν σφαγεῖς· ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι ὑπάρχουσιν ἐν Σοφ. Αἴ. 841· αὐτοσφαγῆ πίπτοντα, τὼς αὐτοσφαγεῖς πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο· κατὰ τὸν Σχολ. οἱ στίχοι οὗτοι ἐθεωροῦντο νόθοι· ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1316.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s’égorge lui-même, qui meurt égorgé par un des siens.
Étymologie: αὐτός, σφάζω.

Spanish (DGE)

(αὐτοσφᾰγής) -ές
1 que se da la muerte, suicida S.Ai.841, E.Ph.1316.
2 que recibe la muerte de manos de uno de su familia αὐτοσφαγεῖς πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο ¡ojalá perezcan asesinados a manos de sus más queridos allegados! S.Ai.841 (bis).

Greek Monolingual

αὐτοσφαγής, -ές (Α)
αυτός που σφάχτηκε μόνος του ή τον έσφαξαν οι συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -σφαγής < σφάζω > (πρβλ. νεοσφαγής)].

Greek Monotonic

αὐτοσφᾰγής: -ές (σφάζω), αυτός που σφαγιάζεται από τον εαυτό του ή από συγγενείς του, σε Σοφ., Ευρ.