ἄστεπτος: Difference between revisions
From LSJ
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄστεπτος]], -ον (Α) [[στέφω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει στεφθεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] στον οποίο δεν έχει προσφερθεί [[στεφάνι]]. | |mltxt=[[ἄστεπτος]], -ον (Α) [[στέφω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει στεφθεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] στον οποίο δεν έχει προσφερθεί [[στεφάνι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄστεπτος:''' -ον ([[στέφω]]), αυτός που δεν έχει [[στέμμα]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (στέφω)
A uncrowned, τίς ἄ. θεῶν; E.Heracl.440.
German (Pape)
[Seite 375] nicht bekränzt, ungeehrt, Eur. Heracl. 441 τίς ἄστεπτος θεῶν;
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non paré de couronnes ou de guirlandes ; non honoré.
Étymologie: ἀ, στέφω.
Spanish (DGE)
-ον no coronado τίς γὰρ ἄ. θεῶν; E.Heracl.440.
Greek Monolingual
ἄστεπτος, -ον (Α) στέφω
1. αυτός που δεν έχει στεφθεί
2. εκείνος στον οποίο δεν έχει προσφερθεί στεφάνι.