βωμολοχικός: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βωμολοχικός]], -ή, -όν (Α) [[βωμολόχος]]<br />αυτός που έχει [[κλίση]] [[προς]] τη [[βωμολοχία]].
|mltxt=[[βωμολοχικός]], -ή, -όν (Α) [[βωμολόχος]]<br />αυτός που έχει [[κλίση]] [[προς]] τη [[βωμολοχία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βωμολοχικός:''' -ή, -όν, [[επιρρεπής]] στη [[βωμολοχία]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωμολοχικός Medium diacritics: βωμολοχικός Low diacritics: βωμολοχικός Capitals: ΒΩΜΟΛΟΧΙΚΟΣ
Transliteration A: bōmolochikós Transliteration B: bōmolochikos Transliteration C: vomolochikos Beta Code: bwmoloxiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to ribaldry, Luc.Herm.58, Gal.6.228, al. Adv. -κῶς (Lat. -ice), Id.Subf.Emp. 11.

German (Pape)

[Seite 469] possenreißerisch, Luc. Hermot. 58.

Greek (Liddell-Scott)

βωμολοχικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς φλυαρίαν, βωμολοχίαν, Λουκ. Ἑρμοτ. 58.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de bouffon, de mauvais plaisant.
Étymologie: βωμολόχος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 burlesco, bufonesco βωμολοχικὰ γὰρ ἅπαντ' ἐστὶ τὰ τοιαῦτα κομψεύματα Gal.6.228, ἐγκώμια Luc.Hist.Cons.17, cf. Herm.58.
2 adv. -ῶς burlesca, bufonescamente μεμφόμενος β. Gal.Subf.Emp.11.

Greek Monolingual

βωμολοχικός, -ή, -όν (Α) βωμολόχος
αυτός που έχει κλίση προς τη βωμολοχία.

Greek Monotonic

βωμολοχικός: -ή, -όν, επιρρεπής στη βωμολοχία, σε Λουκ.