γαμίζω: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[γαμίζω]]) [[γάμος]]<br />(αδιακρίτως φύλου) συνουσιάζομαι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παντρεύω]] (την [[κόρη]] μου).
|mltxt=(AM [[γαμίζω]]) [[γάμος]]<br />(αδιακρίτως φύλου) συνουσιάζομαι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παντρεύω]] (την [[κόρη]] μου).
}}
{{lsm
|lsmtext='''γαμίζω:''' ([[γάμος]]), [[παραδίδω]] σε γάμο, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰμίζω Medium diacritics: γαμίζω Low diacritics: γαμίζω Capitals: ΓΑΜΙΖΩ
Transliteration A: gamízō Transliteration B: gamizō Transliteration C: gamizo Beta Code: gami/zw

English (LSJ)

   A give a daughter in marriage, A.D. Synt.280.11, 1 Ep.Cor.7.38.

German (Pape)

[Seite 473] verheirathen, von Eltern, die ihre Tochter einem Manne geben. – Med., sich verheirathen lassen, heirathen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γαμίζω: δίδω θυγατέρα εἰς γάμον, Ἀπολλ. π. συντ. σ. 277, καὶ οὕτως ὁ Lachm. ἐν τῇ Α΄ πρὸς Κορινθ. ζ΄, 38 · ― μέσ., λαμβάνω εἰς γυναῖκα, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

donner en mariage.
Étymologie: γάμος.

Spanish (DGE)

I 1dar en matrimonio a una hija, A.D.Synt.280.11, Eu.Matt.24.38.
2 convertir en esposa a la prometida de uno τὴν ἑαυτοῦ παρθένον 1Ep.Cor.7.38.
II en v. med. casarse la mujer οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται Eu.Marc.12.25, Eu.Matt.22.30, Eu.Luc.17.27.

Greek Monolingual

(AM γαμίζω) γάμος
(αδιακρίτως φύλου) συνουσιάζομαι
αρχ.-μσν.
παντρεύω (την κόρη μου).

Greek Monotonic

γαμίζω: (γάμος), παραδίδω σε γάμο, σε Καινή Διαθήκη