δασύθριξ: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(8)
(3)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δασύθριξ]] (-τριχος), ο, η (AM)<br />ο [[δασύτριχος]].
|mltxt=[[δασύθριξ]] (-τριχος), ο, η (AM)<br />ο [[δασύτριχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δᾰσύθριξ:''' ὁ, ἡ, [[δασύτριχος]], [[μαλλιαρός]], [[τριχωτός]], [[λάσιος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 524] τριχος, dichthaarig, rauh, σῶμα Polem. Physiogn. 1, 5; δασύτριχος τράγοιο Theocr. 7, 15; αἴξ Simmi. 1 (VI, 113);δασὐτριχα μῆλα Lyr. 1 (IX, 133); Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύθριξ: ὁ, ἡ, ὁ πυκνόθριξ, ὁ πλήρης τριχῶν, μῆλα Ἀνθ. Π. 6. 113· αἴξ Νόνν. Δ, 48. 673.

French (Bailly abrégé)

ύτριχος (ὁ, ἡ, τό)
aux poils épais, velu.
Étymologie: δασύς, θρίξ.

Spanish (DGE)

(δᾰσύθριξ) -τριχος
peludo de anim. τράγος Theoc.7.15, αἴξ Simm.18.1, Nonn.D.48.673, Gp.18.9.4, μῆλα AP 9.136 (Cyrus)
de pers. velludo, peludo Μητροφάνης AP 11.345 (Anon.), δ. γενειάς barba poblada Sch.S.Tr.13P.
fig. δασύτριχα πυρσὸν ἰάλλων lanzando un espesa llamarada de fuego Nonn.D.2.516.

Greek Monolingual

δασύθριξ (-τριχος), ο, η (AM)
ο δασύτριχος.

Greek Monotonic

δᾰσύθριξ: ὁ, ἡ, δασύτριχος, μαλλιαρός, τριχωτός, λάσιος, σε Ανθ.