δεκακυμία: Difference between revisions
Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δεκακυμία]], η (Α)<br />φοβερό [[κύμα]]. | |mltxt=[[δεκακυμία]], η (Α)<br />φοβερό [[κύμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δεκακῡμία:''' ἡ ([[κῦμα]]), δέκατο (δηλ. αυτό που υπερκαλύπτει τα πάντα) [[κύμα]], [[δέκα]] αλλεπάλληλα κύματα, [[τρικυμία]], Λατ. [[fluctus]] [[decumanus]], σε Λουκ.· πρβλ. [[τρικυμία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (κῦμα)
A tenth (i.e. overwhelming) wave, Luc.Merc.Cond.2.
German (Pape)
[Seite 542] ἡ, (zehnfach) starke Fluth, fluctus decumanus, Luc. Merc. cond. 2.
Greek (Liddell-Scott)
δεκακῡμία: ἡ, (κῦμα) δέκα ἀλλεπάλληλα κύματα, τὸ δέκατον (δηλ. κατακαλύπτον) κῦμα, φοβερὰ τρικυμία (fluctus decumanus), Λουκ. Μισθ. συν. 2· πρβλ. τρικυμία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
la dixième vague, càd vague énorme (lat. fluctus decumanus).
Étymologie: δέκα, κῦμα.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
grupo de diez olas, e.e. ola monstruosa metáf. de grandes desgracias, por hipérbole sobre τρικυμία q.u. Luc.Merc.Cond.2.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δεκακῡμία: ἡ (κῦμα), δέκατο (δηλ. αυτό που υπερκαλύπτει τα πάντα) κύμα, δέκα αλλεπάλληλα κύματα, τρικυμία, Λατ. fluctus decumanus, σε Λουκ.· πρβλ. τρικυμία.