διαβαπτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you

Source
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαβαπτίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αμιλλώμαι]] σε κολυμβητικό αγώνα<br /><b>2.</b> [[συναγωνίζομαι]] κάποιον σε κακολογίες.
|mltxt=[[διαβαπτίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αμιλλώμαι]] σε κολυμβητικό αγώνα<br /><b>2.</b> [[συναγωνίζομαι]] κάποιον σε κακολογίες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαβαπτίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ., [[συναγωνίζομαι]] στο [[κολύμπι]]· μεταφ., [[φιλονικώ]], [[καταστολίζω]] με βρισιές κάποιον, [[συναγωνίζομαι]] στα πρόστυχα [[λόγια]], στη βωμολογία με, <i>τινι</i>, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβαπτίζομαι Medium diacritics: διαβαπτίζομαι Low diacritics: διαβαπτίζομαι Capitals: ΔΙΑΒΑΠΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: diabaptízomai Transliteration B: diabaptizomai Transliteration C: diavaptizomai Beta Code: diabapti/zomai

English (LSJ)

   A dive for a match, πρός τινα Polyaen.4.2.6.    2 metaph., contend in foul language with, τινί D.25.41.

Greek (Liddell-Scott)

διαβαπτίζομαι: ἀποθ., κολυμβῶ, ἁμιλλώμενος πρός τινα, πρός τινα Πολύαιν. 4. 2, 6. 2) μεταφ., ἁμιλλῶμαι πρός τινα εἰς τὰς κακολογίας=δαλοιδορεῖσθαι, τινὶ Δημ. 782. 26˙ πρβλ. πλύνω.

French (Bailly abrégé)

1 lutter à qui plongera le plus en avant;
2 lutter d’injures cherchées dans les bas-fonds du vocabulaire.
Étymologie: διά, βαπτίζω.

Spanish (DGE)

I bañarse Polyaen.4.2.6.
II fig.
1 dar un remojón, un baño de insultos τούτῳ D.25.41.
2 hundirse moralmente, Tit.Bost.Man.M.18.1145B.

Greek Monolingual

διαβαπτίζομαι (Α)
1. αμιλλώμαι σε κολυμβητικό αγώνα
2. συναγωνίζομαι κάποιον σε κακολογίες.

Greek Monotonic

διαβαπτίζομαι: μέλ. -ίσομαι, αποθ., συναγωνίζομαι στο κολύμπι· μεταφ., φιλονικώ, καταστολίζω με βρισιές κάποιον, συναγωνίζομαι στα πρόστυχα λόγια, στη βωμολογία με, τινι, σε Δημ.