δημοχαριστής: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δημοχαριστής]], ο (Α)<br />αυτός που χαρίζεται στον λαό, που τον κολακεύει.
|mltxt=[[δημοχαριστής]], ο (Α)<br />αυτός που χαρίζεται στον λαό, που τον κολακεύει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δημοχᾰριστής:''' -οῦ, ὁ ([[χαρίζομαι]]), [[κόλακας]] του λαού, [[δημοκόλακας]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοχᾰριστής Medium diacritics: δημοχαριστής Low diacritics: δημοχαριστής Capitals: ΔΗΜΟΧΑΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: dēmocharistḗs Transliteration B: dēmocharistēs Transliteration C: dimocharistis Beta Code: dhmoxaristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A mob-courtier, E.Hec.132 (anap.).

German (Pape)

[Seite 565] ὁ, Eur. Hec. 143, dem Volke willfahrend.

Greek (Liddell-Scott)

δημοχᾰριστής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰς τὸν ὄχλον χαριζόμενος, Εὐρ. Ἑκ. 134.― Ἐπίρρ. δημοχᾰριστικῶς, ὡς δημοχαριστής, Σχολ. εἰς Ἰλ. Β. 350· καὶ μτχ. δημοχαριστῶν Γ. Παχυμ. τ. Β΄, σ. 461, 7 (ἐκδ. Βόνν.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
courtisan du peuple.
Étymologie: δῆμος, χαρίζομαι.

Spanish (DGE)

(δημοχᾰριστής) -οῦ, ὁ
adulador del pueblo Λαερτιάδης E.Hec.132, cf. Eust.201.24, 221.9, 737.45.

Greek Monolingual

δημοχαριστής, ο (Α)
αυτός που χαρίζεται στον λαό, που τον κολακεύει.

Greek Monotonic

δημοχᾰριστής: -οῦ, ὁ (χαρίζομαι), κόλακας του λαού, δημοκόλακας, σε Ευρ.