διαιτητήριον: Difference between revisions
From LSJ
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
(9) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαιτητήριον]], το (AM) [[δίαιτα]]<br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> τα δωμάτια κατοικίας<br /><b>2.</b> [[ενδιαίτημα]], [[κατοικία]]. | |mltxt=[[διαιτητήριον]], το (AM) [[δίαιτα]]<br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> τα δωμάτια κατοικίας<br /><b>2.</b> [[ενδιαίτημα]], [[κατοικία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δῐαιτητήριον:''' τό ([[δίαιτα]] I. 2), στον πληθ., δωμάτια σπιτιού που προορίζονταν για [[διαμονή]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, (
A δίαιτα 11.1) in pl., dwelling-rooms, X.Oec.9.4: sg., dwelling-place, Procop.Aed.1.9.
German (Pape)
[Seite 580] τό, Wohnstube, Xen. Oec. 9, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δῐαιτητήριον: τό, (δίαιτα Ι. 2) κατὰ πληθ., τὰ πρὸς οἴκησιν δωμάτια οἰκίας τινός, Ξεν. Οἰκ. 9, 4.
Spanish (DGE)
-ου, τό
plu. habitaciones donde se hace la vida, X.Oec.9.4
•sg. residencia, morada Procop.Aed.1.9.9, Sud.
Greek Monolingual
διαιτητήριον, το (AM) δίαιτα
1. στον πληθ. τα δωμάτια κατοικίας
2. ενδιαίτημα, κατοικία.
Greek Monotonic
δῐαιτητήριον: τό (δίαιτα I. 2), στον πληθ., δωμάτια σπιτιού που προορίζονταν για διαμονή, σε Ξεν.