διαμισέω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(big3_11)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[odiar]] τὸν ἔρωτα τὸν τῆς μητρός Arist.<i>Pol</i>.1274<sup>a</sup>34, τὸ αὐστηρὸν καὶ περίσεμνον Ph.1.396, cf. 439, τὸ φονεύειν [[ἀνέδην]] I.<i>BI</i> 4.334, en v. pas. νῆσος ... διαμεμισημένη ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Plu.<i>Tim</i>.35, cf. I.<i>BI</i> 1.123, Ant.Lib.12.2.
|dgtxt=[[odiar]] τὸν ἔρωτα τὸν τῆς μητρός Arist.<i>Pol</i>.1274<sup>a</sup>34, τὸ αὐστηρὸν καὶ περίσεμνον Ph.1.396, cf. 439, τὸ φονεύειν [[ἀνέδην]] I.<i>BI</i> 4.334, en v. pas. νῆσος ... διαμεμισημένη ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Plu.<i>Tim</i>.35, cf. I.<i>BI</i> 1.123, Ant.Lib.12.2.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαμῑσέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μισώ]] από καρδιάς, [[μισώ]] [[βαθιά]], σε Αριστ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμῑσέω Medium diacritics: διαμισέω Low diacritics: διαμισέω Capitals: ΔΙΑΜΙΣΕΩ
Transliteration A: diamiséō Transliteration B: diamiseō Transliteration C: diamiseo Beta Code: diamise/w

English (LSJ)

   A hate bitterly, Arist.Pol.1274a34, Ph.1.396, J.BJ4.5.4, Plu.Tim.35 (Pass.), Ant.Lib.12.2 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 590] von Grund aus hassen, Arist. Polit. 2, 12; Plut. Timol. 85 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαμῑσέω: μισῶ ἀπὸ καρδίας, πολύ, Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 8, Πλούτ. Τιμολ. 35.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir une haine profonde.
Étymologie: διά, μισέω.

Spanish (DGE)

odiar τὸν ἔρωτα τὸν τῆς μητρός Arist.Pol.1274a34, τὸ αὐστηρὸν καὶ περίσεμνον Ph.1.396, cf. 439, τὸ φονεύειν ἀνέδην I.BI 4.334, en v. pas. νῆσος ... διαμεμισημένη ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Plu.Tim.35, cf. I.BI 1.123, Ant.Lib.12.2.

Greek Monotonic

διαμῑσέω: μέλ. -ήσω, μισώ από καρδιάς, μισώ βαθιά, σε Αριστ., Πλούτ.