δημόκραντος: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δημόκραντος]], -ον (Α)<br />αυτός που επικυρώθηκε από τον λαό («δημοκράντου δ' ἀρᾱς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κραντος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κραίνω]] «[[φέρω]] [[κάτι]] σε [[πέρας]], [[εκπληρώνω]]»].
|mltxt=[[δημόκραντος]], -ον (Α)<br />αυτός που επικυρώθηκε από τον λαό («δημοκράντου δ' ἀρᾱς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κραντος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κραίνω]] «[[φέρω]] [[κάτι]] σε [[πέρας]], [[εκπληρώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δημόκραντος:''' -ον ([[κραίνω]]), εγκεκριμένος από το λαό, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημόκραντος Medium diacritics: δημόκραντος Low diacritics: δημόκραντος Capitals: ΔΗΜΟΚΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: dēmókrantos Transliteration B: dēmokrantos Transliteration C: dimokrantos Beta Code: dhmo/krantos

English (LSJ)

ον,

   A ratified by the people, ἀρὰ δ. A.Ag.457(lyr.).

German (Pape)

[Seite 563] ἀρά, vom Volk bestätigt, Aesch. Ag. 445.

Greek (Liddell-Scott)

δημόκραντος: -ον, ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐπικυρωθείς, ἀρὰ δ. Αἰσχύλ.Ἀγ. 457.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ratifié par le peuple.
Étymologie: δῆμος, κραίνω.

Spanish (DGE)

-ον ratificado por el pueblo, ἀρά A.A.457.

Greek Monolingual

δημόκραντος, -ον (Α)
αυτός που επικυρώθηκε από τον λαό («δημοκράντου δ' ἀρᾱς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -κραντος < κραίνω «φέρω κάτι σε πέρας, εκπληρώνω»].

Greek Monotonic

δημόκραντος: -ον (κραίνω), εγκεκριμένος από το λαό, σε Αισχύλ.