διωμοσία: Difference between revisions
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διωμοσία]], η (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[συνωμοσία]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο όρκος που έδιναν οι διάδικοι [[κατά]] την [[ανάκριση]], ο [[κατήγορος]] ([[προωμοσία]]) και ο [[κατηγορούμενος]] ([[αντωμοσία]]). | |mltxt=[[διωμοσία]], η (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[συνωμοσία]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο όρκος που έδιναν οι διάδικοι [[κατά]] την [[ανάκριση]], ο [[κατήγορος]] ([[προωμοσία]]) και ο [[κατηγορούμενος]] ([[αντωμοσία]]). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διωμοσία:''' ἡ, όρκος που δίνονταν από τους διαδίκους [[πριν]] ξεκινήσει η [[δίκη]], σε Ρήτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A an oath taken by both parties at the ἀνάκρισις before the trial came on, Antipho 5.88 (pl.), D.23.69; τὰς δ. ποιεῖσθαι Lys.10.11.
Greek (Liddell-Scott)
διωμοσία: ἡ, ὅρκος, ὃν ἔδιδον οἱ διαδικαζόμενοι κατὰ τὴν ἀνάκρισιν πρὶν ἔλθῃ ἡ δίκη, Ἀντιφῶν 139. 41, Λυσ. 117. 13· πρβλ. ἀντωμοσία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
serment prêté en justice.
Étymologie: διώμοτος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
jur.
1 en el procedimiento jur. aten. [[juramento solemne prestado por las dos partes en el interrogatorio (ἀνάκρισις) previo al juicio]] οὐ διὰ τούτου τοῦ ὀνόματος τὰς διωμοσίας ποιοῦνται Lys.10.11, cf. Antipho 5.88, 6.6, D.23.63, 69, Hsch.
•tb. en Clazomenas en otros procedimientos SEG 29.1130bis.B.55 (II a.C.).
2 en el procedimiento jur. romano juramento εἰ δὲ ἀμφισβητοῖεν οἱ πράκτορες περὶ τῆς τῶν ἐγγυητῶν ἀξιοπιστίας ἢ τῆς διωμοσίας Cod.Iust.1.4.26.12, cf. Iust.Nou.22.44.2.
Greek Monolingual
διωμοσία, η (AM)
μσν.
συνωμοσία
αρχ.
ο όρκος που έδιναν οι διάδικοι κατά την ανάκριση, ο κατήγορος (προωμοσία) και ο κατηγορούμενος (αντωμοσία).
Greek Monotonic
διωμοσία: ἡ, όρκος που δίνονταν από τους διαδίκους πριν ξεκινήσει η δίκη, σε Ρήτ.