ἀνάκρισις
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
English (LSJ)
poet. ἄγκρ-, εως, ἡ,
A (ἀνακρίνω 11.1) examination of the qualifications of magistrates, Poll.8.85.
II (ἀνακρίνω 11.2) previous examination of parties concerned in a suit, preparation of the matter for trial, X.Smp.5.2, etc., cf. PSI4.392 (iii B. C.), OGI374 (pl.), Act.Ap.25.26; of the magistrate, ἀνάκρισιν διδόναι, παραδιδόναι, Pl.Chrm.176c, Lg.855e; of the parties, εἰς ἀνάκρισιν ἥκειν Is.6.13, etc.; μηδ' εἰς ἄγκρισιν ἐλθεῖν, i.e. should not even begin proceedings (where however the Sch. explains ἐς ἄγκρισιν by ἐς μάχην, cf. ἀνακρίνω III), A.Eu.364; οὐδ' ἀ. μοι δώσεις you will not allow me the first forms of law, Pl.Chrm. l. c.
III generally, inquiry, examination, Id.Phdr.277e.
IV preliminary examination of a slave before sale, POxy.1463.12, etc.
V examination, testing of magical ingredients, etc., PMag.Par.1.1992, 2007.
VI quarrel, dispute, Hdt.8.69; disputation, Phld.Acad.Ind.p.72 M.
Spanish (DGE)
(ἀνάκρῐσις) -εως, ἡ
• Alolema(s): poét. ἄγκ- A.Eu.364
1 interrogatorio ὁ δὲ λυκόφρων οὐδὲ ἀνακρίσιος ἠξίωσε τὸν φέροντα τὴν ἀγγελίην Hdt.3.53
•fig. examen, interrogatorio previo Pl.Phdr.277e
•estudio, prueba de ingredientes mágicos PMag.4.1999, 2003.
2 interrogatorio preliminar en sent. jur. μηδ' εἰς ἄγκρισιν ἐλθεῖν A.l.c., ἥκοντες εἰς τὴν ἀνάκρισιν Is.6.13, εἰς ἀνάκρισιν ... σε ... καλοῦμαι X.Smp.5.2, ἐν τῇ ἀνακρίσει τῶν ψευδομαρτυρίων D.47.10, Ἀχαιὸς δὲ καὶ διὰ τῶν ἀνακρίσεων ... πιστεύσας Plb.8.17.8, ἐπὶ τῶν ἀνακρίσεων ID 1573.6, τῆς ἀνακρίσεως γενομένης Act.Ap.25.26, cf. PSI 392.2 (III a.C.), ἄλλῳ τὴν ἀνάκρισιν παραδιδότω Pl.Lg.855e, οὐδ' ἀνάκρισιν μοι δώσεις; Pl.Chrm.176c.
3 examen de la calificación de un magistrado ἐκαλεῖτο δέ τις θεσμοθετῶν ἀνάκρισις Poll.8.85, de un esclavo antes de la compra por si tiene alguna tara POxy.1463.12 (III a.C.), PLond.2.251.7.
4 debate Hdt.8.69, ἡτ(τ)ᾶσθαι κατὰ τὴν ἀνάκρισιν salir derrotado en la discusión Phld.Acad.Ind.p.72.
5 pregunta, interrogación καὶ ὅσα (ῥήματα) ἐπ' ἀνακρίσεως παραλαμβάνεται ἢ ἐπ' ἐρωτήσεως A.D.Synt.287.27.
German (Pape)
[Seite 193] ἡ, Befragung, Untersuchung, Her. 3, 53. 8, 69; παραδιδόναι τινί, Plat. Legg. IX, 855 e. In Rechtssachen: die vorläufige Untersuchung, ob sich eine Sache zur Klage eigne, s. Herm. Staatsalterthümer §. 141; αἱ ἀνακρίσεις πρὸς τῷ ἄρχοντι ἦσαν ls. 6, 12.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
enquête, examen ; enquête préparatoire pour un procès, instruction d'une affaire.
Étymologie: ἀνακρίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάκρῐσις: Aesch. ἄγκρῐσις, εως ἡ
1 разбор, исследование Plat.;
2 юр. разбирательство, розыск, предварительное следствие, дознание Aesch., Xen., Plat., Arst., Isae., Plut.; ἀ. μαρτύρων Plut. допрос свидетелей.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκρισις: ποιητ. ἀγκρ- (πρβλ. δυσάγκριτος), εως, ἡ, ἐν Ἀθήναις ἡ ἐκ τῶν προτέρων ἐξέτασις τῶν δύο μερῶν τῶν ἐνδιαφερομένων εἰς δίκην τινά, προπαρασκευὴ τῆς ὕλης πρὸς τὴν διαδικασίαν, Ξεν. Συμπ. 5, 2: τοῦτο ἦτο τὸ ἔργον τῶν προεδρευόντων ἀρχόντων, δι’ ὃ ἐλέγετο περὶ αὐτῶν, ἀνάκρισιν διδόναι ἢ παραδιδόναι (Πλάτ. Χαρμ. 176C, Νομ. 855Ε), ἐνῷ περὶ τῶν διαδικαζομένων ἐλέγετο, εἰς ἀνάκρισιν ἥκειν (Ἰσαῖος 57. 26, κτλ.)· ἐντεῦθεν, μηδ’ ἐς ἄγκρισιν ἐλθεῖν, ὅ ἐ. μηδ’ ἀρχὴ τῆς διαδικασίας νὰ γείνῃ, (ἔνθα ὅμως ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει ἐς ἄγκρισιν διὰ τοῦ ἐς μάχην, πρβλ. ἀνακρίνω ΙΙΙ.), Αἰσχύλ. Εὐμ. 364, οὕτως, οὐδ’ ἀν. μοι δώσεις, δὲν θά μοι ἐπιτρέψῃς οὐδὲ τὰς πρώτας διατυπώσεις τοῦ νόμου, Πλάτ. Χαρμ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Ἑκάτερος τῶν διαδικαζομένων ἔπρεπε νὰ δώσῃ ἔνορκον διαβεβαίωσιν (ἥτις ὠνομάζετο ἀντωμοσία ἢ διωμοσία) ὅτι ἡ ὑπόθεσις αὑτοῦ ἦτο δικαία. Πρβλ. ἀνακρίνω ΙΙ. 2, καὶ ἴδε Ἀρχαιολ. Λεξ. 2) ἐν γένει σημαίνει ἐξέτασιν, ἔρευναν, Πλάτ. Φαῖδρ. 277Ε.
English (Strong)
from ἀνακρίνω; a (judicial) investigation: examination.
English (Thayer)
(ἀνακυλίω)
1. to roll up.
2. to roll back: ἀνακεκυλισται ὁ λίθος, T Tr WH. (Alexis in Athen. vi., p. 237c.; Lucian, de luctu 8; Dionysius Halicarnassus, Plutarch, others.)
Greek Monotonic
ἀνάκρισις: ποιητ. ἄγκρ-, έως, ἡ, ανάκριση, εξέταση των διαδίκων που παίρνουν μέρος στη δίκη, προεργασία, προετοιμασία για το ζήτημα της δίκης, προεξέταση, σε Ξεν.· μηδ' εἰς ἄγκρισιν ἐλθεῖν, δηλ. ούτε καν να ξεκινήσουν οι διαδικασίες, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἀνακρίνω
examination of parties concerned in a suit, a preparation of the matter for trial, Xen.; μηδ' εἰς ἄγκρισιν ἐλθεῖν, i. e. not even to begin proceedings, Aesch.
Chinese
原文音譯:¢n£krisij 安那-克里西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向上-審判(著)
字義溯源:調查,審問,(法官的)查問;源自(ἀνακρίνω)=審問);由(ἀνά)*=上,回復)與(κρίνω)*=辨別)組成。 (ἀνακρίνω)是動詞, (ἀνάκρισις)是名詞。字義相若
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 查問(1) 徒25:26
English (Woodhouse)
preliminary examination before a magistrate, preliminary examination, preliminary inquiry, preliminary investigation, preliminary trial
Léxico de magia
ἡ consulta como método de averiguación ἀ.· ὁ κισσὸς φύλλων ιγʹ consulta: hiedra de trece hojas (para consultar al espíritu de un muerto) P IV 1992 ἐπειδή μοι παρ' ἕκαστα γράφεις περὶ τῆς τῶν σκύφων ἀνακρίσεως puesto que en toda ocasión me escribes sobre la consulta de cráneos P IV 2008 Πίτυος Θεσσαλοῦ ἀ. σκήνους consulta de Pitis el tesalio a un cadáver P IV 2140