διαλυτής: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(9) |
(3) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαλυτής]], ο (AM) [[διαλύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαλύει<br /><b>2.</b> ο [[παραβάτης]] του νόμου. | |mltxt=[[διαλυτής]], ο (AM) [[διαλύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που διαλύει<br /><b>2.</b> ο [[παραβάτης]] του νόμου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαλῠτής:''' -οῦ, ὁ, [[διαλύτης]], [[καταλύτης]], [[παράγοντας]], το [[μέσο]] που προκαλεί [[διάλυση]], αυτό που συντελεί στην [[αποσύνθεση]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 588] ὁ, der Auflöser, Zerstörer; ἑταιρίας Thuc. 3, 82.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui dissout, qui brise.
Étymologie: διαλύω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 c. gen. que disuelve, que rompe τῆς ἑταιρίας Th.3.82, Procop.Vand.2.14.27
•que pone fin a τῆς προθυμίας Procop.Pers.1.18.24, cf. 14.2, τῆς τυραννίδος Procop.Goth.3.32.6
•que rompe, incumplidor τῶν ὡμολογημένων Procop.Goth.2.30.25.
2 mediador ἐπὶ τοῖσδε διελύσαντο τὰ γένη ἄλληλα ... ὑπὸ τῶν αἱρεθέντων διαλυτῶν Ath.Agora 19.L4b.6 (III a.C.).
Greek Monolingual
διαλυτής, ο (AM) διαλύω
1. αυτός που διαλύει
2. ο παραβάτης του νόμου.
Greek Monotonic
διαλῠτής: -οῦ, ὁ, διαλύτης, καταλύτης, παράγοντας, το μέσο που προκαλεί διάλυση, αυτό που συντελεί στην αποσύνθεση, σε Θουκ.