ἐγχέλειος: Difference between revisions
From LSJ
πανταχόθεν ἐρανίζεσθαι τὴν ἡδονήν → cull pleasure from every side, cull pleasure from every source
(10) |
(4) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐγχέλειος]], -ον (Α)<br />αυτός που προέρχεται από [[χέλι]]. | |mltxt=[[ἐγχέλειος]], -ον (Α)<br />αυτός που προέρχεται από [[χέλι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγχέλειος:''' -α, -ον, ο [[σχετικός]] με [[χέλι]]· [[τἀγχέλεια]] ([[κρέα]]), [[σάρκα]] χελιού, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 713] ον, vom Aale; τέμαχος Ath. III, 96 b; vgl. Posidipp. bei Ath. III, 87 f.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’anguille ; τὸ ἐγχέλειον ou τὰ ἐγχέλεια morceau ou chair d’anguille.
Étymologie: ἔγχελυς.
Spanish (DGE)
-ον
1 de anguila τέμαχος ἐ. tajada de anguila Pherecr.50.2.
2 subst. τὸ ἐ. anguila Ar.Fr.333.7, Antiph.221.4, Theophil.4.2
•plu., gastron. τὰ ἐ. tajadas de anguila ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ar.Ach.1043, τεύτλοισί τ' ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα Pherecr.113.12, cf. Call.Com.6, Posidipp.15, Ath.295d, Ael.Dion.ε 6.
Greek Monolingual
ἐγχέλειος, -ον (Α)
αυτός που προέρχεται από χέλι.
Greek Monotonic
ἐγχέλειος: -α, -ον, ο σχετικός με χέλι· τἀγχέλεια (κρέα), σάρκα χελιού, σε Αριστοφ.