δύσποτος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσποτος]], -ον (Α)<br />[[αηδιαστικός]] στην [[πόση]].
|mltxt=[[δύσποτος]], -ον (Α)<br />[[αηδιαστικός]] στην [[πόση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσποτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα πίνεται, [[αηδιαστικός]] στην [[πόση]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσποτος Medium diacritics: δύσποτος Low diacritics: δύσποτος Capitals: ΔΥΣΠΟΤΟΣ
Transliteration A: dýspotos Transliteration B: dyspotos Transliteration C: dyspotos Beta Code: du/spotos

English (LSJ)

ον,

   A unpalatable, πῶμα A.Eu.266.

German (Pape)

[Seite 687] schwer, widrig zu trinken, πόμα Aesch. Eum. 256.

Greek (Liddell-Scott)

δύσποτος: -ον, δυσκολόποτος, ἀηδὴς εἰς πόσιν, πῶμα Αἰσχύλ. Εὐμ. 266.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à boire.
Étymologie: δυσ-, πίνω.

Spanish (DGE)

-ον
imbebible, malo para beber πῶμα de la sangre de Orestes, A.Eu.266
no potable τὸ φρεατιαῖον (ὕδωρ) Ps.Caes.77.8.

Greek Monolingual

δύσποτος, -ον (Α)
αηδιαστικός στην πόση.

Greek Monotonic

δύσποτος: -ον, αυτός που δύσκολα πίνεται, αηδιαστικός στην πόση, σε Αισχύλ.