ἐμπορευτέα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(big3_14)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[hay que partir]], [[hay que ponerse en camino]], [[ἄνευ]] σκάνδικος ἐ. Ar.<i>Ach</i>.480.
|dgtxt=[[hay que partir]], [[hay que ponerse en camino]], [[ἄνευ]] σκάνδικος ἐ. Ar.<i>Ach</i>.480.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπορευτέα:''' ρημ. επίθ., αυτή που πρέπει [[κάποιος]] να βηματίσει ή να διαβεί, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπορευτέα Medium diacritics: ἐμπορευτέα Low diacritics: εμπορευτέα Capitals: ΕΜΠΟΡΕΥΤΕΑ
Transliteration A: emporeutéa Transliteration B: emporeutea Transliteration C: emporeftea Beta Code: e)mporeute/a

English (LSJ)

   A one must tramp, Ar.Ach.480.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπορευτέα: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ πορευθῇ, ν’ ἀπέλθῃ, ὦ θύμ’, ἄνευ σκάνδικος ἐμπορευτέα Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 480.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de ἐμπορεύομαι.

Spanish (DGE)

hay que partir, hay que ponerse en camino, ἄνευ σκάνδικος ἐ. Ar.Ach.480.

Greek Monotonic

ἐμπορευτέα: ρημ. επίθ., αυτή που πρέπει κάποιος να βηματίσει ή να διαβεί, σε Αριστοφ.