ἐξαποφθείρω: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαποφθείρω]] (Α)<br />[[καταστρέφω]] εντελώς, [[φθείρω]] [[τελείως]], [[αφανίζω]] («κρεοκοποῡσι δυστήνων [[μέλη]] ἕως ἁπάντων ἐξαπέφθειρεν βίον», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[ἐξαποφθείρω]] (Α)<br />[[καταστρέφω]] εντελώς, [[φθείρω]] [[τελείως]], [[αφανίζω]] («κρεοκοποῡσι δυστήνων [[μέλη]] ἕως ἁπάντων ἐξαπέφθειρεν βίον», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαποφθείρω:''' μέλ. <i>-φθερῶ</i>, [[καταστρέφω]] ολοκληρωτικά, [[αφανίζω]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαποφθείρω Medium diacritics: ἐξαποφθείρω Low diacritics: εξαποφθείρω Capitals: ΕΞΑΠΟΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: exapophtheírō Transliteration B: exapophtheirō Transliteration C: eksapoftheiro Beta Code: e)capofqei/rw

English (LSJ)

   A destroy utterly, A.Pers.464, S.Tr.713.

German (Pape)

[Seite 871] gänzlich vernichten; ἕως ἁπάντων ἐξαπέφθειραν βίον Aesch. Pers. 456; μόνη αὐτὴν ἐξαπ οφθερῶ Soph. Tr. 710.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαποφθείρω: καταστρέφω ἐντελῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 464, Σοφ. Τρ. 713.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξαποφθερῶ, ao. ἐξαπέφθειρα;
détruire complètement.
Étymologie: ἐξ, ἀποφθείρω.

Spanish (DGE)

destruir por completo, aniquilar ἁπάντων ἐξαπέφθειραν βίον A.Pers.464, μόνη γὰρ αὐτὸν ... ἐξαποφθερῶ S.Tr.713.

Greek Monolingual

ἐξαποφθείρω (Α)
καταστρέφω εντελώς, φθείρω τελείως, αφανίζω («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη ἕως ἁπάντων ἐξαπέφθειρεν βίον», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ἐξαποφθείρω: μέλ. -φθερῶ, καταστρέφω ολοκληρωτικά, αφανίζω, σε Αισχύλ., Σοφ.