ἐπιληΐς: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ΐδος<br /><i>adj. f.</i><br />conquise comme butin, <i>càd</i> par le droit de la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λεία]].
|btext=ΐδος<br /><i>adj. f.</i><br />conquise comme butin, <i>càd</i> par le droit de la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λεία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιληΐς:''' -ΐδος, ἡ ([[λεία]]), αυτή που έχει ληφθεί ως [[λεία]], που έχει κατακτηθεί ως [[λάφυρο]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιληΐς Medium diacritics: ἐπιληΐς Low diacritics: επιληΐς Capitals: ΕΠΙΛΗΪΣ
Transliteration A: epilēḯs Transliteration B: epilēis Transliteration C: epiliis Beta Code: e)pilhi/+s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, λείἀ

   A obtained as booty or plunder, gained in war, πόλεις X.HG3.2.23.

German (Pape)

[Seite 958] ίδος, (als Beute) erobert, πόλις Xen. Hell. 3, 2, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιληΐς: ΐδος, ἡ, (λεία) ἡ ληφθείσα ὡς λεία ἢ λάφυρον, κτηθεῖσα ἐν πολέμῳ, ἐπιληΐδας γὰρ ἔχοιεν τὰς πόλεις Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 23.

French (Bailly abrégé)

ΐδος
adj. f.
conquise comme butin, càd par le droit de la guerre.
Étymologie: ἐπί, λεία.

Greek Monotonic

ἐπιληΐς: -ΐδος, ἡ (λεία), αυτή που έχει ληφθεί ως λεία, που έχει κατακτηθεί ως λάφυρο, σε Ξεν.