ἐργατήσιος: Difference between revisions
From LSJ
ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐργατήσιος]], -ία, -ιον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἐργατήσιος]] [[χώρα]]» — [[χώρα]] που παρέχει [[εισόδημα]], εύφορη. | |mltxt=[[ἐργατήσιος]], -ία, -ιον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἐργατήσιος]] [[χώρα]]» — [[χώρα]] που παρέχει [[εισόδημα]], εύφορη. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐργᾰτήσιος:''' -α, -ον, αυτός που παρέχει [[εισόδημα]], [[προσοδοφόρος]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A = ἐργάσιμος, χώρα dub. in Plu. Cat.Ma.21 (v.l. ἔργα πίσσια).
German (Pape)
[Seite 1020] einträglich, ergiebig, χώρα Plut. Cat. mai. 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργᾰτήσιος: -α, -ον, παρέχων εἰσόδημα, χώρα Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 21.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
productif, fertile.
Étymologie: ἐργάτης.
Greek Monolingual
ἐργατήσιος, -ία, -ιον (Α)
φρ. «ἐργατήσιος χώρα» — χώρα που παρέχει εισόδημα, εύφορη.
Greek Monotonic
ἐργᾰτήσιος: -α, -ον, αυτός που παρέχει εισόδημα, προσοδοφόρος, σε Πλούτ.