ἐποποῖ: Difference between revisions

From LSJ

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐποποῑ (Α) [[έποψ]]<br />[[κραυγή]] κατ’ [[απομίμηση]] της φωνής του [[έποπος]], του τσαλαπετεινού («οὐκ ἀντὶ τοῡ παιδὸς σ’ ἐχρῆν ἐποποῑ καλεῑν», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=ἐποποῑ (Α) [[έποψ]]<br />[[κραυγή]] κατ’ [[απομίμηση]] της φωνής του [[έποπος]], του τσαλαπετεινού («οὐκ ἀντὶ τοῡ παιδὸς σ’ ἐχρῆν ἐποποῑ καλεῑν», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐποποῖ:''' [[κραυγή]] κατ' [[απομίμηση]] της φωνής του τσαλαπετεινού ([[ἔποψ]]), σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποποῖ Medium diacritics: ἐποποῖ Low diacritics: εποποί Capitals: ΕΠΟΠΟΙ
Transliteration A: epopoî Transliteration B: epopoi Transliteration C: epopoi Beta Code: e)popoi=

English (LSJ)

a cry to mimic that of the hoopoe (ἔποψ), Ar.Av.58.

German (Pape)

[Seite 1008] (ἔποψ), Ruf des Wiedehopfs, Ar. Av. 227, nach dem Schol. ἐποποί zu schreiben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποποῖ: κραυγὴ κατ’ ἀπομίμησιν τῆς φωνῆς τοῦ ἔποπος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 58.

French (Bailly abrégé)

interj.
cri de la huppe.
Étymologie: ἔποψ.

Greek Monolingual

ἐποποῑ (Α) έποψ
κραυγή κατ’ απομίμηση της φωνής του έποπος, του τσαλαπετεινού («οὐκ ἀντὶ τοῡ παιδὸς σ’ ἐχρῆν ἐποποῑ καλεῑν», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐποποῖ: κραυγή κατ' απομίμηση της φωνής του τσαλαπετεινού (ἔποψ), σε Αριστοφ.