ἐπωφέλημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπωφέλημα]], τὸ (Α)<br />[[βοήθημα]], [[προμήθεια]] («βορᾱς [[ἐπωφέλημα]] σμικρόν», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[ἐπωφέλημα]], τὸ (Α)<br />[[βοήθημα]], [[προμήθεια]] («βορᾱς [[ἐπωφέλημα]] σμικρόν», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπωφέλημα:''' -ατος, τό, [[βοήθεια]], [[αρωγή]], [[προμήθεια]], [[βοήθημα]], <i>βορᾶς</i>, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 23:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπωφέλημα Medium diacritics: ἐπωφέλημα Low diacritics: επωφέλημα Capitals: ΕΠΩΦΕΛΗΜΑ
Transliteration A: epōphélēma Transliteration B: epōphelēma Transliteration C: epofelima Beta Code: e)pwfe/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A help, store, βορᾶς S.Ph. 275.

German (Pape)

[Seite 1016] τό, Beistand, Nutzen, βορᾶς, Soph. Phil. 275.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπωφέλημα: τό, βοήθημα, ταμίευμα, βορᾶς Σοφ. Φ. 275.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
secours, utilité.
Étymologie: ἐπωφελέω.

Greek Monolingual

ἐπωφέλημα, τὸ (Α)
βοήθημα, προμήθεια («βορᾱς ἐπωφέλημα σμικρόν», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐπωφέλημα: -ατος, τό, βοήθεια, αρωγή, προμήθεια, βοήθημα, βορᾶς, σε Σοφ.