ἐπιπτυχή: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιπτυχή]], ἡ (Α) [[επιπτύσσω]]<br />[[επικάλυμμα]] («ἔβαλεν ἐπὶ τὴν ἐπιπτυχὴν τοῡ [[θώρακος]] ἀκοντίσματι», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=[[ἐπιπτυχή]], ἡ (Α) [[επιπτύσσω]]<br />[[επικάλυμμα]] («ἔβαλεν ἐπὶ τὴν ἐπιπτυχὴν τοῡ [[θώρακος]] ἀκοντίσματι», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιπτῠχή:''' ἡ, [[επικάλυμμα]], [[καπάκι]], σε Πλούτ., Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = ἐπίπτυγμα, flap, χιτῶνος J.AJ17.5.7, Plu.2.979c; τοῦ θώρακος Id.Pomp.35; αἱ ἐ. τῶν ῥακίων rags and tatters, Luc.DMort.1.2.
German (Pape)
[Seite 974] ἡ, = ἐπίπτυγμα, ἔβαλεν ἐπὶ τὴν ἐπιπτυχὴν τοῦ θώρακος ἀκοντίσματι Plut. Pomp. 35, öfter; τριβώνιον ἔχων ταῖς ἐπιπτυχαῖς τῶν ῥακίων ποικίλον Luc. D. Mort. 1, 2, Flicklappen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπτῠχή: ἡ, = ἐπίπτυγμα, ἐπικάλυμμα, Πλούτ. 2. 979D· τοῦ θώρακος ὁ αὐτ. Πομπ. 35· αἱ ἐπ. τῶν ῥακίων, ἐμβαλώματα, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 2.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 repli, enveloppe;
2 pièce qu’on ajuste sur un vêtement troué.
Étymologie: ἐπιπτύσσω.
Greek Monolingual
ἐπιπτυχή, ἡ (Α) επιπτύσσω
επικάλυμμα («ἔβαλεν ἐπὶ τὴν ἐπιπτυχὴν τοῡ θώρακος ἀκοντίσματι», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἐπιπτῠχή: ἡ, επικάλυμμα, καπάκι, σε Πλούτ., Λουκ.