ἐρυστός: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρυστός]], -ή, -όν (Α)<br />[[[ερύω]] (I)] ο τραβηγμένος από τη [[θήκη]] («κολεῶν ἐρυστά [[ξίφη]]» — [[γυμνά]] [[ξίφη]], <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[ἐρυστός]], -ή, -όν (Α)<br />[[[ερύω]] (I)] ο τραβηγμένος από τη [[θήκη]] («κολεῶν ἐρυστά [[ξίφη]]» — [[γυμνά]] [[ξίφη]], <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρυστός:''' -ή, -όν, αυτός που σύρεται, [[τραβηχτός]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 23:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυστός Medium diacritics: ἐρυστός Low diacritics: ερυστός Capitals: ΕΡΥΣΤΟΣ
Transliteration A: erystós Transliteration B: erystos Transliteration C: erystos Beta Code: e)rusto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A drawn, κολεῶν ἐρυστὰ..ξίφη S.Aj.730.

German (Pape)

[Seite 1037] gezogen, adj. verb. zu ἐρύω, κολεῶν ἐρυστὰ ξίφη Soph. Ai. 717.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυστός: -ή, -όν, ἐξειλκυσμένος, κολεῶν ἐρυστά… ξίφη, γυμνὰ ξίφη, Σοφ. Αἴ. 730.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tiré.
Étymologie: adj. verb. de ἐρύω.

Greek Monolingual

ἐρυστός, -ή, -όν (Α)
[[[ερύω]] (I)] ο τραβηγμένος από τη θήκη («κολεῶν ἐρυστά ξίφη» — γυμνά ξίφη, Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐρυστός: -ή, -όν, αυτός που σύρεται, τραβηχτός, σε Σοφ.