ἐρηρέδαται: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
(14) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρηρέδαται]] (Α)<br />ιων. τ. γ’ πληθ. πρόσ. παθ. παρακμ. του ρ. [[ερείδω]]. | |mltxt=[[ἐρηρέδαται]] (Α)<br />ιων. τ. γ’ πληθ. πρόσ. παθ. παρακμ. του ρ. [[ερείδω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐρηρέδᾰται:''' -ατο, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του [[ἐρείδω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ἐρήμ-ατο,
A v. ἐρείδω.
German (Pape)
[Seite 1027] 3. Pers. perf. pass. zu ἐρείδω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρηρέδᾰται: -ατο, ἴδε ἐρείδω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. épq. Pass. de ἐρείδω.
English (Autenrieth)
see ἐρείδω.
Greek Monolingual
ἐρηρέδαται (Α)
ιων. τ. γ’ πληθ. πρόσ. παθ. παρακμ. του ρ. ερείδω.
Greek Monotonic
ἐρηρέδᾰται: -ατο, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του ἐρείδω.