εὔζωρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔζωρος]], -ον (Α)<br />(για οίνο) εντελώς [[καθαρός]], [[άκρατος]], [[άμικτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζωρός]] «[[άκρατος]], [[δυνατός]] [[οίνος]]»].
|mltxt=[[εὔζωρος]], -ον (Α)<br />(για οίνο) εντελώς [[καθαρός]], [[άκρατος]], [[άμικτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζωρός]] «[[άκρατος]], [[δυνατός]] [[οίνος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔζωρος:''' -ον, [[τελείως]] [[καθαρός]], [[αμιγής]], λέγεται για [[κρασί]], σε Ευρ.· συγκρ. <i>-ότερος</i> και <i>-έστερος</i>.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔζωρος Medium diacritics: εὔζωρος Low diacritics: εύζωρος Capitals: ΕΥΖΩΡΟΣ
Transliteration A: eúzōros Transliteration B: euzōros Transliteration C: eyzoros Beta Code: eu)/zwros

English (LSJ)

ον,

   A quite pure, unmixed, of wine, Hp.Morb.3.14, E.Alc. 757, Ar.Ec.227: Comp. -ότερος, εὐζωρότερον... ὦ παῖ, δός Diph.58, cf. Cratin.412, Eup.382; also κέρασον εὐζωρέστερον Antiph.139; πίνειν . . κύλικας εὐζωρεστέρας Eub.150.8 ( = Ephipp.3.11), cf. Lyr.Adesp.p.681 Bgk.

German (Pape)

[Seite 1066] ganz rein, vom Wein, ungemischt, οἶνος, Ar. Eccl. 227; μέθυ, Eur. Alc. 760; κύλιξ, p. bei Plut. Thes. 22; compar. εὐζωρότερος, Hippocr.; Diphil. Ath. X, 423 c; Luc. Lex. 14; εὐζωρέστερος, Ephipp. bei Ath. II, 65 d; Antiphan. X, 423 d.

Greek (Liddell-Scott)

εὔζωρος: -ον, ἐντελῶς καθαρός, ἄμικτος, ἐπὶ οἴνου, Εὐρ. Ἄλκ. 757, Ἀριστ. Ἐκκλ. 227, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 423C. κἑξ. - Συγκρ. -ότερος καὶ -έστερος, εὐζωρότερον..., ὦ παῖ, δὸς Δίφιλος ἐν «Παιδερασταῖς» 1, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 136· κέρασον εὐζωρέστερον Ἀντιφάνης ἐν «Λάμπωνι» 3· πίνειν… κύλικας εὐζωρεστέρας Εὔβουλ. 15α, πρβλ. ᾆσμα ἐν Πλουτ. Θησ. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans mélange.
Étymologie: εὖ, ζωρός.

Greek Monolingual

εὔζωρος, -ον (Α)
(για οίνο) εντελώς καθαρός, άκρατος, άμικτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωρός «άκρατος, δυνατός οίνος»].

Greek Monotonic

εὔζωρος: -ον, τελείως καθαρός, αμιγής, λέγεται για κρασί, σε Ευρ.· συγκρ. -ότερος και -έστερος.