εὐθνήσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐθνήσιμος]], -ον (Α)<br />αυτός που πεθαίνει με εύκολο θάνατο, ο [[ευθάνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θνήσιμος]] <span style="color: red;"><</span> [[θνῄσκω]]].
|mltxt=[[εὐθνήσιμος]], -ον (Α)<br />αυτός που πεθαίνει με εύκολο θάνατο, ο [[ευθάνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θνήσιμος]] <span style="color: red;"><</span> [[θνῄσκω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐθνήσιμος:''' -ον ([[θανεῖν]]), αυτός που βρίσκεται ή συναντά εύκολα τον θάνατο, [[ευθάνατος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθνήσιμος Medium diacritics: εὐθνήσιμος Low diacritics: ευθνήσιμος Capitals: ΕΥΘΝΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: euthnḗsimos Transliteration B: euthnēsimos Transliteration C: efthnisimos Beta Code: eu)qnh/simos

English (LSJ)

ον,

   A in or with easy death, A.Ag.1293.

German (Pape)

[Seite 1069] leicht sterbend, αἱμάτων εὐθνησί. μων ἀποῤῥυέντων, da das Blut im leichten Tode ausströmte, Aesch. Ag. 1266.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθνήσιμος: -ον, εὐθάνατος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1293.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui amène une mort prompte.
Étymologie: εὖ, θνῄσκω.

Greek Monolingual

εὐθνήσιμος, -ον (Α)
αυτός που πεθαίνει με εύκολο θάνατο, ο ευθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θνήσιμος < θνῄσκω].

Greek Monotonic

εὐθνήσιμος: -ον (θανεῖν), αυτός που βρίσκεται ή συναντά εύκολα τον θάνατο, ευθάνατος, σε Αισχύλ.