εὔλυρος: Difference between revisions
From LSJ
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔλυρος]], -ον (Α)<br />(για τον Απόλλωνα και τις Μούσες ή για κιθαριστή) ο [[επιδέξιος]], ο [[επιτήδειος]] στο [[παίξιμο]] της λύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λύρα]]. | |mltxt=[[εὔλυρος]], -ον (Α)<br />(για τον Απόλλωνα και τις Μούσες ή για κιθαριστή) ο [[επιδέξιος]], ο [[επιτήδειος]] στο [[παίξιμο]] της λύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λύρα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔλῠρος:''' -ον ([[λύρα]]), αυτός που παίζει [[καλά]] την [[λύρα]], ειδικευμένος στο [[παίξιμο]] λύρας, σε Αριστοφ., Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (λύρα)
A skilled in the lyre, of Apollo, E.Fr.477; of the Muses, Ar. Ra.229 (lyr.); of a harper, IG14.1663.
German (Pape)
[Seite 1079] die Lyra gut spielend, Μοῦσαι Ar. Ran. 229; Ἀπόλλων Eur. frg. Licymn. 4.
Greek (Liddell-Scott)
εὔλῠρος: -ον, (λύρα) ὁ παίζων καλῶς τὴν λύραν, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ἀποσπ. 480· ἐπὶ τῶν Μουσῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 229· ἐπὶ κιθαριστοῦ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 215.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la lyre mélodieuse.
Étymologie: εὖ, λύρα.
Greek Monolingual
εὔλυρος, -ον (Α)
(για τον Απόλλωνα και τις Μούσες ή για κιθαριστή) ο επιδέξιος, ο επιτήδειος στο παίξιμο της λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λύρα.
Greek Monotonic
εὔλῠρος: -ον (λύρα), αυτός που παίζει καλά την λύρα, ειδικευμένος στο παίξιμο λύρας, σε Αριστοφ., Ανθ.