εὗρον: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[εὑρίσκω]].
|btext=v. [[εὑρίσκω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὗρον:''' αόρ. βʹ του [[εὑρίσκω]]· εὕρομες, Δωρ. αʹ πληθ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1094] aor. II. zu εὑρίσκω.

Greek (Liddell-Scott)

εὗρον: ἴδε εὑρίσκω.

French (Bailly abrégé)

v. εὑρίσκω.

Greek Monotonic

εὗρον: αόρ. βʹ του εὑρίσκω· εὕρομες, Δωρ. αʹ πληθ.