εὐρυφαρέτρης: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρυφαρέτρης]] και εὐρυφαρέτρας, ὁ (Α)<br />(για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ευρεία [[φαρέτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φαρέτρα]].
|mltxt=[[εὐρυφαρέτρης]] και εὐρυφαρέτρας, ὁ (Α)<br />(για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ευρεία [[φαρέτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φαρέτρα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐρῠφᾰρέτρης:''' -ου, ὁ ([[φαρέτρα]]), αυτός που έχει φαρδιά [[φαρέτρα]], πλατιά [[σαϊτοθήκη]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠφᾰρέτρης Medium diacritics: εὐρυφαρέτρης Low diacritics: ευρυφαρέτρης Capitals: ΕΥΡΥΦΑΡΕΤΡΗΣ
Transliteration A: eurypharétrēs Transliteration B: eurypharetrēs Transliteration C: evryfaretris Beta Code: eu)rufare/trhs

English (LSJ)

Dor. -τρᾱς, ὁ,

   A with wide quiver, of Apollo, Pi.P. 9.26: acc. sg. -φάρετρᾰν Id.Pae.6.111; εὐρυφάρετρ' Ἄπολλον Id.Fr. 148.

German (Pape)

[Seite 1096] ὁ, mit weitem, geräumigem Köcher, Apollon, Pind. P. 9, 27 frg. 115; εὐρυφάρετρ' Ἄπολλον bei Ath. I, 22 b.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρῠφᾰρέτρης: -ου, ὁ ἔχων εὐρεῖαν φαρέτραν, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 9. 45: ὡσαύτως, εὐρυφάρετρ᾿ Ἄπολλον ὀ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 115.

Greek Monolingual

εὐρυφαρέτρης και εὐρυφαρέτρας, ὁ (Α)
(για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ευρεία φαρέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + φαρέτρα.

Greek Monotonic

εὐρῠφᾰρέτρης: -ου, ὁ (φαρέτρα), αυτός που έχει φαρδιά φαρέτρα, πλατιά σαϊτοθήκη, σε Πίνδ.