εὔχορδος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔχορδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλές χορδές, που ηχεί μελωδικά.
|mltxt=[[εὔχορδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλές χορδές, που ηχεί μελωδικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔχορδος:''' -ον ([[χορδή]]), αυτός που έχει καλές χορδές, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχορδος Medium diacritics: εὔχορδος Low diacritics: εύχορδος Capitals: ΕΥΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: eúchordos Transliteration B: euchordos Transliteration C: eychordos Beta Code: eu)/xordos

English (LSJ)

ον,

   A well-strung, λύρα Pi.N.10.21.

German (Pape)

[Seite 1110] λύρα, wohlbesaitet, Pind. N. 10, 21.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχορδος: -ον, ἐπὶ λύρας, ἡ καλὰς χορδὰς ἔχουσα, Πινδ. Ν. 10 39.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux cordes sonores, harmonieuses.
Étymologie: εὖ, χορδή.

English (Slater)

εὔχορδος, -ον
   1 well strung, melodious ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν (N. 10.21)

Greek Monolingual

εὔχορδος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλές χορδές, που ηχεί μελωδικά.

Greek Monotonic

εὔχορδος: -ον (χορδή), αυτός που έχει καλές χορδές, σε Πίνδ.