ἐχέστονος: Difference between revisions
From LSJ
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐχέστονος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρνει στεναγμούς («ἰὸν ἐχέστονον», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) <span style="color: red;">+</span> [[στόνος]] «[[στεναγμός]]»]. | |mltxt=[[ἐχέστονος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρνει στεναγμούς («ἰὸν ἐχέστονον», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) <span style="color: red;">+</span> [[στόνος]] «[[στεναγμός]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐχέστονος:''' -ον, αυτός που προξενεί λύπες, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bringing sorrows, ἰός Theoc.25.213.
German (Pape)
[Seite 1124] Seufzer bringend, verursachend, ἰός Theocr. 25, 213.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέστονος: -ον, ὁ προξενῶν στόνους, στεναγμούς, λύπας, ἰὸν ἐχέστονον Θεόκρ. 25. 213.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cause de la douleur.
Étymologie: ἔχω, στόνος.
Greek Monolingual
ἐχέστονος, -ον (Α)
αυτός που φέρνει στεναγμούς («ἰὸν ἐχέστονον», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + στόνος «στεναγμός»].
Greek Monotonic
ἐχέστονος: -ον, αυτός που προξενεί λύπες, αυτός που προκαλεί στεναγμούς, σε Θεόκρ.