εὐφεγγής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très brillant ; τὸ εὐφεγγές lumière brillante.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[φέγγος]].
|btext=ής, ές :<br />très brillant ; τὸ εὐφεγγές lumière brillante.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[φέγγος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐφεγγής:''' -ές ([[φέγγος]]), [[φωτεινός]], [[λαμπρός]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

εὐφεγγής: -ές, φέγγων καλῶς, λαμπρός, φωτεινός, ἡμέρα.. εὐφ. ἰδεῖν Αἰσχ. Πέρσ. 387· ἀστέρες Ἀπολλ. Ροδ. Γ΄. 1195· σελήνη Πλούτ. 2. 161 Ε· τὸ εὐφ. Λουκ. Ἱππίας 8.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très brillant ; τὸ εὐφεγγές lumière brillante.
Étymologie: εὖ, φέγγος.

Greek Monotonic

εὐφεγγής: -ές (φέγγος), φωτεινός, λαμπρός, σε Αισχύλ.