ἠπιόχειρ: Difference between revisions
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠπιόχειρ]], ὁ, ἡ και [[ἠπιόχειρος]], -ον (Α)<br />αυτός, του οποίου το [[χέρι]] χαρίζει κατευνασμό και [[γαλήνη]] («[[ἠπιόχειρ]] [[Ἀπόλλων]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπιος]] <span style="color: red;">+</span> [[χειρ]]]. | |mltxt=[[ἠπιόχειρ]], ὁ, ἡ και [[ἠπιόχειρος]], -ον (Α)<br />αυτός, του οποίου το [[χέρι]] χαρίζει κατευνασμό και [[γαλήνη]] («[[ἠπιόχειρ]] [[Ἀπόλλων]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπιος]] <span style="color: red;">+</span> [[χειρ]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἠπιόχειρ:''' -ειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[χέρι]] που καταπραΰνει, ανακουφίζει, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 30 December 2018
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ,
A with soothing hand, AP9.525.8, prob. in Orph.H.23.8, 84.8.
German (Pape)
[Seite 1175] ειρος, mit schmerzstillender, heilender Hand, heißt Apollo, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 8).
Greek (Liddell-Scott)
ἠπιόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ἔχων πραεῖαν, καταπραΰνουσαν χεῖρα, Ἀπόλλων Ἀνθ. Π. 9. 525, 8.
French (Bailly abrégé)
χειρος (ὁ, ἡ)
dont la main adoucit, soulage.
Étymologie: ἤπιος, χείρ.
Greek Monolingual
ἠπιόχειρ, ὁ, ἡ και ἠπιόχειρος, -ον (Α)
αυτός, του οποίου το χέρι χαρίζει κατευνασμό και γαλήνη («ἠπιόχειρ Ἀπόλλων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + χειρ].
Greek Monotonic
ἠπιόχειρ: -ειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χέρι που καταπραΰνει, ανακουφίζει, σε Ανθ.