θαυμαστέος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(Bailly1_3)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[θαυμάζω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[θαυμάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θαυμαστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[θαυμάζω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αξίζει να θαυμάζεται, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ουδ. <i>θαυμαστέον</i>, αυτό που πρέπει να θαυμάζεται, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαυμαστέος Medium diacritics: θαυμαστέος Low diacritics: θαυμαστέος Capitals: ΘΑΥΜΑΣΤΕΟΣ
Transliteration A: thaumastéos Transliteration B: thaumasteos Transliteration C: thavmasteos Beta Code: qaumaste/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be wondered at, ἐκεῖνο θ., ὡς . . Pl.Plt.302a.    II neut. θαυμαστέον one must wonder, εἰ . . E.Hel.85, cf. 499, Phld.Rh.2.27 S., etc.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμαστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ θαυμάζη τις, Πλάτ. Πολιτ. 302Α. ΙΙ. οὐδ. θαυμαστέον, πρέπει τις νὰ θαυμάζῃ ἢ -σῃ, Εὐρ. Ἑλλ. 85, 499.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de θαυμάζω.

Greek Monotonic

θαυμαστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του θαυμάζω,
I. αυτός που αξίζει να θαυμάζεται, σε Πλάτ.
II. ουδ. θαυμαστέον, αυτό που πρέπει να θαυμάζεται, σε Ευρ.