θρεπτήρ: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θρεπτήρ]], -ῆρος, ὁ, θηλ. [[θρέπτειρα]] (Α) [[τρέφω]]<br />αυτός που ανατρέφει. | |mltxt=[[θρεπτήρ]], -ῆρος, ὁ, θηλ. [[θρέπτειρα]] (Α) [[τρέφω]]<br />αυτός που ανατρέφει. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θρεπτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[τρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανατρέφει, σε Ανθ. Π | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A feeder, rearer, of a parent or foster-parent, IG3.1401, JRS2.91 (Antioch in Pisidia), AP12.137 (Mel.): pl., IG14.1722: as Adj., θ. ἀγοστός Nonn. D.3.387.
German (Pape)
[Seite 1217] ῆρος, ὁ, Ernährer; Mel. 72 (XII, 137); Nonn. 3, 385.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui nourrit, qui élève.
Étymologie: τρέφω.
Greek Monolingual
θρεπτήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. θρέπτειρα (Α) τρέφω
αυτός που ανατρέφει.
Greek Monotonic
θρεπτήρ: -ῆρος, ὁ (τρέφω),
I. αυτός που ανατρέφει, σε Ανθ. Π