κακοπονητικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
(18) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακοπονητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που δεν μπορεί να υποστεί κόπους, ταλαιπωρίες («κακοπονητική [[ἕξις]] τοῡ σώματος», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πονητικός]] «ο [[γεμάτος]] ταλαιπωρίες» (<span style="color: red;"><</span> <i>πονῶ</i>)]. | |mltxt=[[κακοπονητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που δεν μπορεί να υποστεί κόπους, ταλαιπωρίες («κακοπονητική [[ἕξις]] τοῡ σώματος», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πονητικός]] «ο [[γεμάτος]] ταλαιπωρίες» (<span style="color: red;"><</span> <i>πονῶ</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰκοπονητικός:''' -ή, -όν ([[πονέω]]), αυτός που δεν μπορεί να υποστεί τους κόπους, που δεν υποφέρει τις ταλαιπωρίες, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A unfit for toil, ἕξις Arist.Pol.1335b7.
German (Pape)
[Seite 1302] ή, όν, zu Strapatzen untauglich, ἕξις σώματος Arist. pol. 7, 14, 8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
peu propre à supporter la fatigue ou le travail.
Étymologie: κακός, πονέω.
Greek Monolingual
κακοπονητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που δεν μπορεί να υποστεί κόπους, ταλαιπωρίες («κακοπονητική ἕξις τοῡ σώματος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + πονητικός «ο γεμάτος ταλαιπωρίες» (< πονῶ)].
Greek Monotonic
κᾰκοπονητικός: -ή, -όν (πονέω), αυτός που δεν μπορεί να υποστεί τους κόπους, που δεν υποφέρει τις ταλαιπωρίες, σε Αριστ.